Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

στης μοναξιάς τη λησμοσύνη

Στον παραμερισμό της αδυναμίας,

στην περιθωριοποίηση του διαφορετικού,

στην αντήχηση της αδειοσύνης,

γίνεσαι αντιληπτός,

μόνο από το απρόβλεπτο εξόγκωμα της μάζας σου,

σε μια οπτική ή απτική ακολουθία.

Στην άκρη του δρόμου, στο απόμερο παγκάκι,

στο κρυμμένο κρεβάτι στο πίσω δώμα, κάτω απ' τις γέφυρες,

στα ευαγή ιδρύματα, στα σωφρονιστήρια της σκέψης,

σε διαπερνούν τα προσηλωμένα βλέμματα,

στην απρόσκοπτη ενατένηση

της προσωπικής τους ματαιοδοξίας.

Στο μεταίχμιο της λήθης,

στην άρνηση της αποδοχής σου από τους άλλους,

αλλά και στην εκούσια απόρριψη των άλλων από σένα,

εκεί που γίνονται συνώνυμα η μοναξιά με την ελευθερία

και λίγο πριν η υπόσταση σου μετουσιωθεί στο ακόρεστο τίποτα,

είσαι μια μελωδία που εξασθενεί μέσα στον αντίλαλο της

και δεν καταφέρνει ποτέ να δονήσει έναν τυμπανικό υμένα,

ένα χάδι ξοδεμένο στον αέρα,

που ποτέ δεν θα κάνει ένα κορμί να αναριγήσει

και μια αγκαλιά που μάταια σφίγγει το κενό,

μα ποτέ δεν γεμίζει.

Σ.Κ.



Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

ον ωμά

Αληθινά αγκαλιάζει όποιος έχει στο σώμα

αγκάθια που τρυπάνε προς τα μέσα.

Αληθινά φιλάει όποιος αφήνει μέσα απ' τα χείλη

να ξεφύγει η τελευταία του ανάσα.

Σκληρό και άγευστο το ανήθικο όφελος

της αναπόφευκτης υπογλυκαιμίας,

η προσδοκία πάντα καταλήγει σφηνωμένη

στα δόντια σαν μια ωμή πατάτα.

Ένα συνεχές σπρώξε πίσω αυτό που φοβάσαι μη γίνεις,

στις τσέπες των νεκρών καίνε ξερά φύλλα λεβάντα.

Αναστροφή της Παρασκευής με Δευτέρα,

αφουγκράζομαι τις φωνές του πλήθους στην αρένα,

σε αγγίζω μα δεν βρίσκω εσένα,

έχεις την καρδιά στα δεξιά

και το στόμα πίσω στον αυχένα.

Σ.Κ.



Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Μανιτού

 Την τελευταία φορά που σε είδα, πριν πολλά χρόνια, στεκόσουν δίπλα σε ένα ξερακιανό δέντρο πίσω από το main stage. Έμπηγες τα νύχια ξύνοντας με μανία τον ξερό φλοιό του κορμού και μασούσες αλόγιστα κάθε κομμάτι ξύλου που κατάφερνες να αποσπάσεις. Είχε γεμίσει σκλήθρες το στόμα σου, είχαν σκιστεί τα ούλα σου, χτυπούσες με δύναμη τα γυμνά σου πέλματα στο χώμα και με αντίκριζες κατάματα με ένα άδειο βλέμμα που με διαπερνούσε. 

 Χόρευα στα 152bpm, με τα μάτια σου μέσα στα δικά μου, να βλέπω αμφίδρομα, απ' την μία τις ηλεκτρικές δονήσεις να ζυμώνουν ρυθμικά τις εγκεφαλικές πτυχώσεις μέσα στο κρανίο μου και παράλληλα το απόκοσμο πρόσωπο σου, που από τις κενές ερεβώδεις κόγχες του, κυλούσε αίμα με ροκανίδια. 

 Σήκωσα τα χέρια μου εκστατικά ψηλά και άρπαξα το πτερύγιο από ένα τυχαία διερχόμενο μελωδικό riff, που είχε την μορφή δελφινιού και με παράσερνε στα βαθιά, όλο και πιο μακριά σου. Αφέθηκα να αιωρούμαι στο εσωτερικό ενός κοπαδιού από σαρδέλες, που ερωτοτροπούσαν σε σχηματισμό δίνης και με εξαΰλωνε σε κάθε της περιστροφή. 

 Δεν υπήρξαμε ξανά. Έμεινε μόνο το διάτρητο κέλυφος μας έρμαιο στο χωροχρονικό συνεχές, σαν τα παραγκωνισμένα κουφάρια των πλοίων στις κρημνώδεις ακτές, που μπαινοβγαίνει η θάλασσα μέσα τους χωρίς νόημα.

Στέλιος Καραθεοδώρου



Στις παρυφές του δάσους,

κάθε χαραυγή,

το πλάσμα μεταμορφωνόταν, 

έπαιρνε πάλι του δέντρου την μορφή.

Σκισμένο κάθετα από κεραυνό,

χωρίς σκιά ήδη νεκρό,

μια ασάλευτη μαριονέτα

να προειδοποιεί τον περαστικό,

πως ζωντανός δεν θα γυρίσει,

πιο μέσα αν πάει από δω.

Στο βαθύ δάσος η καταχνιά, 

καθηλώνει στο έδαφος τα μικρά ωδικά πουλιά, 

απεγνωσμένα προσπαθούν να πετάξουν ψηλά,

μόνο λίγα μάταια φτερουγίσματα καταφέρνουν

και κάτω καταλήγουν για ακόμα μια φορά.

Στο πέπλο της πυκνής ομίχλης,

όπως στης θάλασσας τον βυθό,

οι ήχοι γρήγορα ταξιδεύουν, 

με μια απόκοσμη χροιά.

Σέρνεις το βήμα σου στα σάπια φύλλα,

σαν δύτης χωρίς ανάσα,

ασθμαίνοντας βαριά,

νιώθεις στον σβέρκο το χνώτο μιας ύπαρξης, 

να σε ναρκώνει γλυκά.

Έχει ήδη νυχτώσει,

το δέντρο έγινε πλάσμα ξανά.

Σ.Κ.






Σαν ξερακιανά χέρια θαμμένου νεκροζώντανου,

που έσκαβε απεγνωσμένος το άγονο έδαφος για να βγει,

την στιγμή που κατάφεραν να απελευθερωθούν στον καθαρό αέρα,

οι απόκοσμες φιγούρες των γυμνών δέντρων, 

πάγωσαν μόλις τις αντίκρισα. 

Συμβαίνει πάντα με το φοβισμένο ζώο,

τον τρόμο που ακινητοποιεί σαν νευροτοξίνη το θήραμα, 

να μπαίνει η γη και ο ουρανός από το ανοιχτό του στόμα 

και να βλασταίνουν ανάποδα μέσα του. 

Η ρίζα που καίγεται στο φως, 

το χώμα που φράζει ερμητικά τα ράμφη των πουλιών,

το θρόισμα της άνοιξης που γίνεται τάφος σιωπηλός,

όλα ένα ανείπωτο ανάθεμα.

Σ.Κ.



Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

Ο Έλβις, το καπιταλιστικό τοτέμ και οι παλλόμενες καναβουριές

(Kampala-Uganda 2021)

Αργά ή γρήγορα όλοι θα καταγραφούμε ως ιατρικά περιστατικά. Αναβλητικά ή τελεσίδικα. Ο μουδιασμένος εγκέφαλος μου κατακλυζόταν από υπαρξιακές και αγωνιώδεις σκέψεις. Μετά το απρόσμενο τηλεφώνημα, είχαμε φύγει σαν κυνηγημένοι από το διαμέρισμα μας στον λόφο Kololo. Η στυφάδα από το αφρικάνικο λευκό κρασί που συνόδευε το μεσημεριανό μας γεύμα, γαργαλούσε ακόμη τον ουρανίσκο μου και σε συνδυασμό με την αφόρητη ζέστη μέσα στο ταξί, με βύθιζε σε ένα αλλόκοτο στάτους υπνικής παράλυσης εν κινήσει.

Είχαμε ήδη περάσει τον κυκλικό κόμβο πίσω από το Oasis mall και βγήκαμε με μανιασμένη ταχύτητα στην Yusuf Lule, με κατεύθυνση το δικηγορικό γραφείο στην λεωφόρο Kintu. Τα λάστιχα του αυτοκινήτου στρίγγλιζαν πάνω στην σαθρή άσφαλτο. Η μικρή κοιμόταν γαλήνια πάνω μου, το μάγουλο της ακουμπούσε στο δικό μου και το σάλιο της έσταζε ρυθμικά στον λαιμό μου. Δίπλα η Φανή, μασούσε νευρικά την τσίχλα της και στα μεσοδιαστήματα προβάριζε όλα όσα ήθελε να πει στην δικηγόρο, απειλώντας θεούς και δαίμονες για το που ήταν ικανή να φτάσει, αν δεν είχε τελειώσει αισίως την υπόθεση μας. Άνοιξε με τρόπο την τσάντα της και μου έδειξε συνωμοτικά ένα ασημένιο ρεβόλβερ στην διαχωριστική θήκη. Αναρωτήθηκα για τον ανιχνευτή μετάλλων στην είσοδο του κτιρίου και με καθησύχασε διαβεβαιώνοντας με πως είναι εκτός λειτουργίας εδώ και καιρό. Ο οδηγός σήκωσε καχύποπτα το βλέμμα του στον καθρέφτη και μας παρατηρούσε, αδυνατώντας να αντιληφθεί το περιεχόμενο της συζήτησης μας. Συνεχίσαμε σιωπηλοί κοιτώντας αδιάφορα από τα ανοιχτά παράθυρα. Ήταν Χριστούγεννα, χωρίς τζάκι, χοντρά μπουφάν και χιονισμένα τοπία, μα με τροπική ζέστη, καυτή κόκκινη σκόνη και εναλλαγές ξαφνικών κατακλυσμιαίων βροχών, πρωινής ομίχλης και μεσημεριανού καύσωνα.

Περάσαμε το θυρωρείο αφού πρώτα επιβεβαιώσαμε το ραντεβού μας. Ο βαριεστημένος υπάλληλος ζήτησε τα ονόματα μας, ειδοποίησε με τον ασύρματο ότι φτάσαμε και έδειξε με το χέρι του την σκάλα. "The lift is out of order”, είπε. Ανεβαίνοντας, λίγο πριν φτάσουμε στο κεφαλόσκαλο, ξεπρόβαλλε μπροστά μας στο χολ του δεύτερου ορόφου ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μικρή ζήτησε να την σηκώσω στην αγκαλιά μου για να ακουμπήσει το αστέρι στην κορυφή του. Η Φανή μπήκε με φόρα στο γραφείο και έκλεισε με δύναμη την βαριά πόρτα πίσω της. Ποτέ δεν έμαθα τι έγινε μέσα σε αυτό το γραφείο. Τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά αργά, σαν την πυρακτωμένη λάβα πάνω στις κακοτράχαλες ιζηματογενής προσχώσεις, που έδειχνε το ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση του χώρου αναμονής. Βγήκε φανερά αλαφιασμένη κρατώντας έναν ογκώδη φάκελο στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο με άρπαξε τραβώντας με δυνατά όπως έσκυψα να δω από την μισάνοιχτη πόρτα. Κατεβήκαμε τρέχοντας. Πίσω μας ακούγονταν οι φωνές της δικηγόρου. Τουλάχιστον ήταν ακόμη ζωντανή, σκέφτηκα.

Στο προαύλιο συναντήσαμε έναν εταιρικό σοφέρ, που εξυπηρετούσε τις επαγγελματικές μετακινήσεις των στελεχών του δικηγορικού γραφείου. Σχεδόν κρεμιόταν ο μισός έξω από το ανοιχτό παράθυρο του σταθμευμένου αυτοκινήτου και έκοβε αφοσιωμένος τα νύχια του με έναν σκαλιστό κοκάλινο νυχοκόπτη. Σήκωσε το κεφάλι και μας πρότεινε αν θέλαμε να μας μεταφέρει κάπου. Κάτσαμε πίσω, η Φανή έβγαλε από την τσάντα της μια δεσμίδα σελίνια και του ζήτησε επίμονα να ξεκινήσουμε αμέσως. Θα επιστρέφαμε στο διαμέρισμα μας να πάρουμε μερικά πράγματα και από εκεί στο αεροδρόμιο Entebbe, από όπου θα εγκαταλείπαμε την χώρα οριστικά.

Κατεβαίναμε με ταχύτητα την λεωφόρο Nile, κάνοντας συνεχώς σλάλομ ανάμεσα στα δεκάδες boda-boda, τις διάσημες μοτοσυκλέτες ταξί της ανατολικής Αφρικής. Η Φανή μου έσφιγγε πιεστικά το χέρι και έριχνε συνεχώς κλεφτές ματιές πίσω μας, για να σιγουρευτεί πως κανείς δεν μας ακολουθεί. Η μικρή καθόταν νανουρισμένη στην αγκαλιά μου. Σε όλη την διαδρομή μας συνόδευαν οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες του Elvis Presley. Ήταν απόγευμα και η κίνηση στους δρόμους αυξανόταν επικίνδυνα, αναγκάζοντας μας σταδιακά σε συνεχείς στάσεις. Σε μία από αυτές, μας πλησίασε πεζή μια μεσόκοπη κυρία με ένα καλάθι στηριγμένο στο κεφάλι της γεμάτο φρούτα. Ο οδηγός αγόρασε ένα τσαμπί μπανάνες, ξεφλούδισε μία και άρχισε να την τρώει. “Can I offer you a banana sir?”, με ρώτησε μπουκωμένος. Πλέον κινούμασταν με μια συχνότητα περίπου ενός με δύο μέτρα το λεπτό. Στην άκρη του δρόμου ένας κήρυκας, μια ισχνή φιγούρα με ολόμαυρο κουστούμι και μάτια που έσταζαν αίμα, καλούσε το περαστικό πλήθος να μετανοήσει για τις αμαρτίες του. Στον πρόχειρο λαμαρινένιο τοίχο που οριοθετούσε την παραγκούπολη στις παρυφές του λόφου, διέκρινα ένα ξεθωριασμένο σύνθημα από κάρβουνο, “MARRIAGE CAN WAIT/EDUCATION CANNOT”.

Ο χρόνος πίεζε ασφυκτικά και το όχημα μας ακινητοποιήθηκε αναπόδραστα, σε ένα επικού μεγέθους μποτιλιάρισμα στον κυκλικό κόμβο κοντά στο σπίτι, στο κέντρο του οποίου δέσποζε η πελώρια διαφημιστική ταμπέλα του KFC. Στην βάση της, μια συστάδα δίμετρων καναβουριών ανέμιζε αλλοπρόσαλλα, έρμαιο των ριπών αέρα που προμήνυε την έλευση ενός απρόοπτου μπουρινιού. Ο ήλιος χαμηλά στην δύση του, ζωγράφιζε στην ήδη υγρή ατμόσφαιρα ένα ουράνιο τόξο κάτω από τον ερεβώδη ουρανό. Ένας-ένας, όλοι οι οδηγοί και οι επιβάτες εγκατέλειπαν τα οχήματα τους σιωπηλοί και στέκονταν απεγνωσμένοι, άλλοι με τα χέρια ψηλά και άλλοι κρατώντας το κεφάλι τους, γύρω από τον κυκλικό κόμβο, προσηλωμένοι με θρησκευτική ευλάβεια στο καπιταλιστικό τοτέμ στο κέντρο του, σε μια συνθήκη που θύμιζε παγανιστική τελετή, μια αναπάντεχη ιεροτελεστία με αρχέγονα χαρακτηριστικά, γύρω από έναν σύγχρονο αστικό βωμό.

Δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τον οδηγό. Μας είχε παρατήσει κλειδωμένους στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και χάθηκε μέσα στο βουβό χαοτικό γίγνεσθαι. Το Blue Christmas του Elvis και πιο πίσω οι κραυγές του κήρυκα που προσπεράσαμε, ήταν οι μόνοι ήχοι που έσπαζαν την εκκωφαντική σιωπή που επικρατούσε στον περιβάλλοντα χώρο. Πάνω στην απελπισία μου και φανερά εκνευρισμένος, αποφάσισα να σκύψω στην μπροστινή θέση και να πατήσω μακρόσυρτα την κόρνα, ελπίζοντας να εμφανιστεί ο οδηγός για να τον πληρώσουμε και να συνεχίσουμε με τα πόδια. Μεμιάς όλο το πλήθος στράφηκε προς την κατεύθυνση μας. Στεκόταν παγερά ακίνητοι, με ανέκφραστα πρόσωπα και τα ορθάνοιχτα μάτια τους καθηλωμένα πάνω μας επιτακτικά, ένα σύνολο από διαπεραστικά βλέμματα που κατάφερνε στιγμιαία να μας εξαϋλώσει νοερά. Ο κήρυκας επαναλάμβανε την λέξη “muzungu”, που στις χώρες της ανατολικής Αφρικής σημαίνει λευκός άνθρωπος, ενώ το τραγούδι από τα ηχεία είχε κολλήσει στους στίχους του ρεφρέν “You'll be doing alright-With your Christmas of white”, ξανά και ξανά. Έβγαλα το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο και κοίταξα ψηλά ψάχνοντας ενστικτωδώς μια έξοδο διαφυγής. Στον ουρανό, μια λευκή γραμμή που ξεθώριαζε στην πορεία της από το αεροπλάνο που χάσαμε, ήταν ένα ίχνος ματαίωσης, σαν την μεταθανάτια μνήμη, που μάταια πασχίζει να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στην θύμηση των ζωντανών.

Στέλιος Καραθεοδώρου



Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Απρόσωπος


Δίχως φως, ανάσα, φωνή,
με δονήσεις και ακούσματα,
βηματίζω σε τεντωμένο σχοινί,
πάνω στην γραμμή του ορίζοντα.

                                      Σ.Κ.



Σε μια χώρα

Σε μια χώρα που έχει για χρυσάφι τον ήλιο,
το μαύρο δέρμα που γυαλίζει σαν ρευστή σοκολάτα,
της σαβάνας το πορφυρένιο χώμα,
τα χείλη που έχουν των φρούτων την σάρκα,
το φτεροκόπημα των πλουμιστών πουλιών,
των μπανανόδεντρων το κίτρινο θάμβος,
την λάμψη της αργυρόχροης ράχης του γορίλα στην καταχνιά,
το άδυτο του απροσπέλαστου δάσους,
το πολύβουο υπαίθριο παζάρι,
τα περίτεχνα τουρμπάνια στα μαλλιά,
τα καφτάνια που ανεμίζουν απλωμένα στα σχοινιά,
τα στοιβαγμένα ζαχαροκάλαμα που πάνω τους ξαπλώνουν οι εργάτες,
το ποδοβολητό απ’ τα ξυπόλητα παιδιά,
την κόκκινη σκόνη που σηκώνουν με τα πόδια και σου κόβει την ανάσα,
τα τραγούδια γύρω απ’ την φωτιά,
τον απόμακρο ήχο απ’ τα πρωτόγονα κρουστά,
τα εκστασιασμένα κορμιά που συσπώνται ρυθμικά,
στην παλλόμενη φωταψία από τ’ άστρα.
                                                                              
                                                                                             Στέλιος Καραθεοδώρου



Σάββατο 27 Μαρτίου 2021


με των νεκρών την μυδρίαση

δυο γεμάτα φεγγάρια στα μάτια

αναδευτήρες των άστρων

τα αιωρούμενα χέρια ψηλά

κεραίες της γης πέλματα γυμνά

αντηχούν τις δονήσεις

   απ’ τα αρχαία νταούλια στα σωθικά 
                                               
                                                    Σ.Κ.



Στιγμές

Είναι στιγμές,
που μέσα τους περισσεύεις,
σαν ψίθυρος ξεμακραίνεις
και απ’ τις μνήμες ξεφεύγεις,
γίνεσαι άνεμος,
ένα άγγιγμα σε διαπερνά,
σαν την άμμο που απ’ τα δάχτυλα ξεγλιστρά,
όταν έξω απ’ το σώμα η καρδιά σου χτυπά,
είσαι για λίγο διάφανος.

                                         Σ.Κ.



Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Είναι κάτι πρωινά
που αρνείται το φεγγάρι να χαθεί,
είναι σαν κάτι σιωπές
που γίνονται τ’ ανείπωτα κραυγή.
                                            Σ.Κ.





επικαλούμαι την αγέρωχη μοναξιά
της υπό κατάρρευση κλυδωνιζόμενης κορφής
όταν καρφώνω στις αιχμές των δέντρινων απολήξεων
τις πυκνόφθαλμες κόγχες του χαμηλοβλέποντος όχλου
δράττεται της ευκαιρίας η απενοχοποιημένη αναισθησία
με τα διαπιστευτήρια της ανέμελης ανάθεσης
να με υποδείξει για υπόθαλψη ξυλοκόπου
                                                                 Σ.Κ.





Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΤΡΑΝΖΙΤ

 Στις τράνζιτ πτήσεις, στις πολύωρες αναμονές στα έρημα αεροδρόμια της κόβιντ εποχής, βρίσκεσαι νηστικός και χωρίς κρεβάτι να κουτουλάς αλύπητα πάνω στα άβολα μπράτσα των μεταλλικών καθισμάτων, παραπαίοντας ανάμεσα στο ονειρώδες και το αληθινό, σαν σύγχρονος σαμάνος με χειρουργική μάσκα, που μέσω της στέρησης της τροφής και του ύπνου, αγγίζεις τα όρια ενός πνευματικού trip που συντελείται παράλληλα στο πλαίσιο ενός ταξιδιού σε πραγματικό χρόνο, περιπλανιέσαι στις τεράστιες κενές σάλες ακολουθώντας υπνωτισμένος τις οδηγίες από τις οθόνες που σε οδηγούν στις πύλες της επόμενης επιβίβασης, πάντα μέσα σε μια γλυκιά αναπόδραστη αιμωδία που σε κάνει να νιώθεις πως υπερίπτασαι, που και που διασταυρώνεσαι με κάποιον άλλον ταξιδιώτη και για λίγο ξυπνάς, μέχρι που ο ήχος από την τροχήλατη αποσκευή του που χτυπάει στους επιδαπέδιους αρμούς ρυθμικά καθώς απομακρύνεται, σε βυθίζει ξανά στο πρότερο status, πιάνεις τον εαυτό σου να συνομιλεί και να φωτογραφίζεται με τις απρόσωπες κούκλες των βιτρινών στα καταστήματα με τα σουβενίρ, αφήνεσαι να σε ψεκάσει με άρωμα η απεγνωσμένη υπάλληλος του duty free που σπάνια πλέον συναντά υποψήφιους πελάτες, μέχρι που καταλήγεις δεμένος στο κάθισμα του αεροσκάφους να χαζεύεις από το παράθυρο, σου έρχεται συνειρμικά ο στίχος του Καββαδία, «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» και βλέπεις την αστρική προβολή σου πάνω στην αιχμή του φτερού που δονείται πριν την απογείωση, να εκτελεί αλάνθαστες πιρουέτες κόντρα στον άνεμο. 
(φωτ. αεροδρόμιο Αντίς Αμπέμπα)                                                                                                                                                                     Στέλιος Καραθεοδώρου




Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Απουσία

Κύρτωσαν οι ξυλώδεις μίσχοι τις αδειανές τους κορφές,
θυμίζουν απολιθωμένες φιγούρες την ύστατη στιγμή,
που αγκάλιασαν σφιχτά τον εαυτό τους για να συγκρατήσουν
τις ψυχές τους λίγο πριν αυτές οριστικά αποδράσουν,
μοιάζει με ήχο από κόκκαλο που σπάει,
όταν λυγίζει ο άνεμος τα γυμνά κλαδιά
και αντηχεί στην παγωμένη κοιλάδα ο υπόκωφος τριγμός τους,
ένα ρίγος συνεχίζει να με διαπερνάει,
σαν τα χνάρια από ομόκεντρους κύκλους που άφησε
στην επιφάνεια της λίμνης η άφαντη πέτρα,
στον λευκό κλοιό γίνονται αόρατοι οι ασβεστωμένοι κορμοί,
σε αναζητώ σ’ ένα δάσος με ιπτάμενα δέντρα,
η καρδιά μου χτυπάει τις νύχτες που σε βρίσκω στα όνειρα,
μένει μόνο ο αντίλαλος της στον θώρακα όταν σε χάνω την μέρα.

                                                                                                                    Στέλιος Καραθεοδώρου 



Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Αφρική

 Από τα βάθη του υποσαχάριου ορίζοντα, εκεί που ο ουρανός και το κοκκινόχωμα της σαβάνας συναντούν την καταπράσινη λωρίδα της δασώδους τροπικής συστοιχίας, απ’ τα έγκατα της μέλαινας γης που την έχουν ποτίσει οι χυμοί των πεσμένων φρούτων κάτω απ’ τα καρποφόρα δέντρα, ξεπρόβαλλαν οι πρώτοι άνθρωποι πλασμένοι από μια λασπώδη μελάσα, με καραμελένια μαλλιά, των παραδείσιων πτηνών την λαλιά και το ράθυμο θρόισμα της ζούγκλας σε κάθε ανάσα, με τα χέρια ψηλά και τα πέλματα γυμνά, ένα ρίγος διαπερνά το κορμί τους και φτάνει μέχρι τα άστρα, σαν τις ρίζες που στα τυφλά συγκλίνουν στον πυρήνα του πλανήτη μες στο σκοτάδι, στον ρυθμό της παλλόμενης καρδιάς, στους ανήλιαγους θώρακες στην σκιά μιας αγκαλιάς, τα ίχνη απ’ τα δάκρυα που κύλησαν, παγιδεύουν όλου του κόσμου τον πόνο σε ένα κεχριμπαρένιο πετράδι.
                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου



Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Καραντίνα

 Τα δειλινά τρυπώνουν απ’ τα παράθυρα τα απεγνωσμένα τοπία πριν προλάβει η νύχτα να τα καλύψει, μες στα αποπνικτικά δωμάτια στριμώχνονται γύρω απ’ τις λάμπες που καίνε εγκαταλείποντας έξω τον ήλιο που σβήνει, αφουγκράζομαι μια περίεργη μελωδία που δεν την ακούς παρά μόνο την βλέπεις, σαν τα ανείπωτα που γίνονται όνειρα σχηματίζουν την μορφή μου στα τζάμια οι πιο σκοτεινές μου σκέψεις, χωρίς μάτια στις κόγχες σε μια ακατάληπτη γλώσσα που ζητάει επίμονα απαντήσεις, λίγο πριν δραπετεύσει και στο φως διάτρητο με παρατήσει, η σκιά μου στην πόρτα για τελευταία φορά με αντικρίζει, την φευγαλέα εικόνα μου, ένα στιγμιαίο παράσιτο, μια ηχώ από τηλεοπτικές διαφημίσεις.
                                                                 Στέλιος Καραθεοδώρου








Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

 Πάνω από τα διάσπαρτα προαύλια των ιδρυμάτων, στους ορίζοντες που ευκαιριακά φανερώνονται στα οπτικά μας πεδία, στον ουρανό των αστικών ξέφωτων που διαμορφώνουν οι πλατείες με τους ακάλυπτους, αιωρούνται τα νεκροταφεία των χαμένων μας βλεμμάτων, οι μετέωρες προοπτικές μας στο τίποτα παγωμένες σε μια χωροχρονική κρίση αφαίρεσης, σαν τους σταλαγμίτες στο έρεβος του σπηλαίου που κατακτούν σιωπηλά το άγνωστο χτίζοντας στα τυφλά πάνω στα εξελικτικά τους απομεινάρια, μια συστοιχία αόρατων διανυσμάτων που καθηλώνει την ύπαρξη σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο φυγής που ποτέ δεν πραγματοποιείται. 

                                                            Στέλιος Καραθεοδώρου



Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Ωδή σε ένα ερείπιο

 Μες στο μισοβυθισμένο κουφάρι του παροπλισμένου παράκτιου μνημείου, στο καταφύγιο μιας πλαισιωμένης κενότητας στην απεραντοσύνη της πολύβουης πραγματικότητας, συντελείται μια υπερβατική προσομοίωση σε ένα περιχαρακωμένο πεδίο αισθητηριακής ένδειας, σε έναν χώρο οντολογικής περισυλλογής έξω από το πρίσμα του μοναστικού εγκλεισμού ή της ματαιότητας ενός κενοταφίου που απορρέει από μια θρησκομανή νεκροφιλία, όπου ο κινούμενος διάκοσμος των κυματοειδών λαμπυρισμών από το παιχνίδισμα των ηλιαχτίδων στο εσωτερικό του, βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ρυθμική αντήχηση από τις ομοβροντίες των παφλασμών στο γυμνό σκυρόδεμα, μοιάζει με τον βορβορυγμό του σιφονιού όταν τα απόνερα του νιπτήρα καταλήγουν στην αναπόδραστη δίνη του, η απόκοσμη και συνάμα γλυκιά μελωδία της ανακουφιστικής λήθης, που σε λυτρώνει για όσο διαρκεί απ’ το ισόβιο ανάθεμα της αβάσταχτης βαρυτικής σύνθλιψης.
 Όταν το αντικρίζεις απ’ έξω, ο παλλόμενος ερεβώδης αντικατοπτρισμός του περιγράμματος της εισόδου πάνω στην ρυτιδιασμένη επιφάνεια της θάλασσας, θυμίζει το ανοιχτό στόμα μιας παραμορφωμένης προσωπογραφίας, την άηχη κραυγή μιας ρευστής απόγνωσης που εξαϋλώνεται υπό το βάρος του υπαρξιακού τρόμου, μια αδηφάγα μαύρη τρύπα που αφού απομυζήσει τον εναπομείναντα χωροχρόνο, θα συνεχίσει να καταπίνει αγόγγυστα τον ίδιο της τον εαυτό, μέχρι η πληρότητα του απόλυτου τίποτα να καλύψει και το τελευταίο ίχνος της ακόρεστης φύσης της.
                                                                                         Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

[χορέψτε]

[χορέψτε] σαν τα μεθυσμένα ελάφια, όταν λαίμαργα τρώνε τα παραγινωμένα φιρίκια, που σαπίζουν κάτω απ’ τις μελιτοφόρες αγριομηλιές και απρόβλεπτα σπάνε στον αέρα την μέση, τινάζοντας τις πίσω οπλές [χορέψτε] σαν τους ιαγουάρους στα σκιώδη βροχοδάση, όταν μασάνε φύλλα αγιαχουάσκα και υπνωτισμένοι κυλιούνται λάγνα στο χώμα, με τα μάτια καρφωμένα στις παιχνιδίζουσες φωταψίες, που ξεπροβάλλουν ανάμεσα απ’ τις δέντρινες κορφές [χορέψτε] σαν τα εκστασιασμένα δελφίνια, που κοινωνούν με την σειρά του διαβολόψαρου την τοξίνη και αφήνονται με αιθέριες κινήσεις να τα παρασύρει το ρεύμα, θαυμάζοντας στην επιφάνεια τον τρεμάμενο αντικατοπτρισμό τους, περικυκλωμένο από αντανακλάσεις κυματιστές [χορέψτε]
                                                                                                                
                                                                                                                                 Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Τα πουλιά φαντάσματα

 Τα πουλιά φαντάσματα είναι οι αποκαμωμένες προσδοκίες που στο τέλος της μέρας ταλαντεύονται απείθαρχα πάνω στις νευρόσπαστες ακροστιχίδες των δέντρων, τα πουλιά φαντάσματα είναι των ονειροπόλων τα χέρια ψηλά που πασχίζουν τα δειλινά λίγο ακόμα να κρατήσουν τον ήλιο στον ουρανό, μα αυτός απ’ τις πυρακτωμένες παλάμες τους ξεγλιστρά μέχρι που ολότελα βυθίζεται στου ορίζοντα το τέλμα.
                                                                                                                   Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Θα βρεθούμε ξανά


Θα βρεθούμε ξανά,
στους μελλοντικούς ανδριάντες των πατέρων του έθνους,
στα κιγκλιδώματα στις εξέδρες των επισήμων,
στων άγνωστων πεσόντων τους τάφους,
θα βρεθούμε ξανά,
σαν έτοιμοι χειροκροτητές από πάντα,
στις κατοπινές ανέξοδες φιέστες των ηθικών αυτουργών,
με καταθέσεις στεφάνων, αγήματα στρατιωτικά
και δοξολογίες ρασοφόρων εμπόρων,
θα βρεθούμε ξανά,
στις παρελάσεις να κλίνουμε την κεφαλή επί δεξιά,
κάτω απ’ τους άμβωνες να ψάλλουμε «ωσαννά»,
να βαφτίζουμε ήρωες με το στανιό τους νεκρούς,
να δίνουμε άλλοθι στους επίδοξους αρχηγούς,
θα βρεθούμε ξανά
και θα είναι γιορτή
και θα είμαστε μια αγέλη με ανοσία στην ζωή,
που σκεπάζει την γύμνια της με σημαίες
και των κολασμένων τις κραυγές
με εμβατήρια και προσευχή,
θα βρεθούμε ξανά.

                                                                                     Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 18 Απριλίου 2020

 Στο χνώτο της γης βλασταίνει της έρπουσας ρίζας ο ψίθυρος, θροΐζουν του κήτους οι διάσπαρτοι πίδακες σαν δέντρα αειθαλή, της κομμένης παπαρούνας το αμάραντο σκήνωμα, πάνω στις άκαμπτες κορφές της χλόης ακατάπαυστα αιμορραγεί, με ναρκώνει γλυκά της πασχαλιάς το θυμίαμα, των νυκτόβιων πουλιών η ερωτική προσευχή, σ’ αυτόν τον κήπο που ο ήλιος όλο με ψάχνει, μα ποτέ δεν πρόκειται να με βρει.
                                                                                                   Στέλιος Καραθεοδώρου


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

 Καλοκαιρινές διακοπές, ανέμελες παιδικές φωνές, παράτολμες βουτιές απ' τα βράχια στην θάλασσα, είναι αντίλαλοι μνήμης από μια αναλογική εποχή, στιγμιότυπα που σταδιακά διαχέονται στο σύγχρονο ηλεκτρονικό άπειρο και γίνονται νέες πραγματικότητες, σαν εργαστηριακές αναμνήσεις από το μέλλον, σαν παφλασμοί από πίξελ μέσα σε μια χωροχρονική χύτρα ταχύτητας, λίγο πριν την εκτόνωση του πρώτου ψηφιακού νεφελώματος από την βαλβίδα αποσυμπίεσης.
                                                                                                                     Στέλιος Καραθεοδώρου


Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Θάνατε των εκπνοών πορθητή,
που σε κάθε ζωογόνα ανάσα υποχωρείς
και για όσο διαρκεί στα πνευμόνια ο αέρας ελλοχεύεις,
Θάνατε ιχνηλάτη των χτύπων της καρδιάς,
που στήνεις ενέδρες ανάμεσα στο ρυθμικό τους κενό
και κει στην θαλπωρή της διακοπτόμενης ασφυξίας παραμονεύεις,
Θάνατε των σιωπών μετρονόμε και της λήθης μελωδέ,
που κάνεις της ζωής τον ακατάπαυστο βόμβο να αποκτάει ειρμό
και τα πρόσωπα των ανθρώπων σε μια στιγμή οριστικά γαληνεύεις.

                                                                           Στέλιος Καραθεοδώρου


Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Ταξίδι με το αυτοκίνητο

 Μικρός στο αυτοκίνητο χάζευα πίσω τα τοπία που απομακρύνονταν και με καταλάμβανε μια περίεργη αίσθηση απόσχισης από τις ίδιες τις ρίζες μου, μια αίσθηση αποστασιοποίησης από την ίδια την ημερομηνία της γέννησης μου, από όλα όσα ένιωσα έκτοτε για πρώτη φορά και τα ξεθώριαζε ο χρόνος αλύπητα μέχρι που έσβηναν. Ήταν ένα παιχνίδι τρομακτικό και όμορφο μαζί που διασκέδαζε την πλήξη της μακρόσυρτης διαδρομής και που κάθε φορά κατέληγε σε υποχρεωτική στάση στην άκρη του δρόμου για να κάνω εμετό. Η μαμά όλο έλεγε όταν οδηγούσε ο μπαμπάς να κοιτάω μόνο μπροστά και με επανέφερε κάθε φορά που ξεχνιόμουν στον παράπλευρο οίστρο της κινούμενης τοπιογραφίας. Κάπως έτσι παβλοφικά εμπέδωσα τα ταξίδια σαν νεκροπομπές με παρωπίδες, σαν επιμέρους γρήγορες προωθήσεις προς την άγνωστη και συνάμα αναπόφευκτη ημερομηνία του θανάτου μου.

                                                                                          Στέλιος Καραθεοδώρου


Πριν το εντύπωμα της εμμένουσας εκβλάστησης στην άσπορη τύρφη μιας αμφίδρομης διαπερατότητας ανάμεσα στην γέννηση και στον θάνατο, 
μετά την αποτύπωση της επίστρωσης στις προστιθέμενες παραθέσεις των αισθήσεων στον ενδιάμεσο χώρο της διπολικής σημειολογίας του κοινού μας τόπου.

*(από το εγχειρίδιο κηπουρικής σε φωτοευαίσθητες επιφάνειες)

                                                                      Σ.Κ.


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Πριν τον θρίαμβο της αφθαρσίας 
κόντρα στην βαρυτική σύνθλιψη 
στην παρυφή μιας κίβδηλης αιώρησης, 
ένα αναπόφευκτο βήμα μπροστά 
μετά το πέρας της επώδυνα μακρόσυρτης προσεδάφισης 
στο επόμενο μεσοδιάστημα της ανάβασης. 

*(από το εγχειρίδιο των κυνηγών της ουτοπίας)

                                                               Σ.Κ.


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Πριν την ακροβασία της σιωπής στην κορύφωση της ρυθμικής απινίδωσης, 
μετά την άρια του κήτους στο τέλος της ασφυκτικής μετάπτωσης. 

*(από το εγχειρίδιο αποφυγής ανεπιθύμητων συναντήσεων)

                                                                Σ.Κ.


Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Οδός Βύρωνος

 Το παράθυρο έβλεπε στο πιο άχαρο σημείο της οδού Βύρωνος. Οι περαστικοί αναπόφευκτα μου τραβούσαν την προσοχή. Έμοιαζα με τον παραμελημένο σκύλο στην αυλή που κολλάει το μάτι του στην μοναδική χαραμάδα του φράχτη, προσδοκώντας επαφή με τους αμέριμνους διαβάτες απ’ έξω, παρόλο που ξέρει πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί και έχει πάψει από καιρό τώρα με λαχτάρα να τους γαβγίζει, όταν κατάλαβε πως χωρίς να το θέλει, τους ανάγκαζε έτσι να απομακρύνονται αντανακλαστικά πιο βιαστικοί. Η εμμονική καταγραφή τους στην ψηφιακή μνήμη της φωτογραφικής μου μηχανής, το χνάρι απ’ το ακατάπαυστο πηγαινέλα τους που αποτύπωνε ενός ασήμαντου δρόμου την ιστορία, μου προκαλούσε μια τρυφερή ψευδαίσθηση οικειότητας με αυτό που εν αγνοία του το αγάπησα τόσο όσο και το φοβήθηκα μαζί, μου έφερνε εκείνη την γνώριμη γλυκόπικρη γεύση στο στόμα, απ’ όταν συνειδητοποίησα πως μια μέρα θα πεθάνω και έπαψα από τότε να είμαι παιδί, σαν το χάδι που το ακούς υπόκωφα να βρυχάται και την δυσοσμία που αφήνει το φιλεύσπλαχνο βλέμμα όταν στην πραγματικότητα αδιαφορεί.
                                                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

αντηχεί στις χαράδρες των ψαριών το σπαρτάρισμα

απόδραση στο χνώτο του λύκου το φιλί της ζωής

στομώνει ο κυνόδοντας στης μεθυσμένης οχιάς το στρίφωμα

το τεθλασμένο χνάρι των σαλαχιών τις ουρές ακολουθεί

σαν μακρόσυρτο χάδι κάτω απ’ το λευκό επιστέγασμα

ο χειμώνας κατατρώει την ανοιχτή μου πληγή

                                                        Σ.Κ.


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Η γκλίτσα, το λάσο και το κακό συναπάντημα

 Ο έφιππος γελαδάρης ξεπέζεψε μπροστά στην πολυκαιρισμένη διαφημιστική ταμπέλα της μάλμπορο, σ’ ένα αυθαίρετο αγροτεμάχιο δίπλα στην Εγνατία Οδό. Στην φωτογραφία αναγνώρισε τον εαυτό του, τότε που αγέρωχος ατένιζε το μέλλον με το τσιγάρο αναμμένο στo στόμα. Μια σκουριασμένη χαρακιά σαν ουλή απ’ τις βροχές στο πορτραίτο της νιότης του, τον προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα, του υπενθύμισε πως πλέον δεν ήταν παρά μια ξεθωριασμένη αφίσα που κανείς δεν θυμόταν. Έβηξε φτύνοντας αίμα. "Η Αμερική σκοτώνει τους καουμπόι της με τσιγάρα μάλμπορο", μονολόγησε απογοητευμένος.
 Την ενδοσκόπηση του διέκοψε ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε δίπλα του. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο, άδειασε το τασάκι πάνω στις δερμάτινες μπότες του καουμπόι και γκάζωσε επιδεικτικά. Ο Μάλμπορο Μαν καβάλησε το άλογο και τον κυνήγησε, στροβίλισε το λάσο στον αέρα και πετώντας το μέσα από το ανοιχτό παράθυρο τράβηξε έξω τον οδηγό, ενώ το αυτοκίνητο κατέληξε φλεγόμενο στο παρακείμενο χαντάκι. Από τα συντρίμμια ακουγόταν μια γνωστή μελωδία, «ω-ω-ω-ω ουζάκι ουζάκι, ω-ω-ω-ω μάλμπορο τσιγαράκι».
 «Ωραίο τραγούδι», είπε χαμηλόφωνα ο καουμπόι και ρώτησε χαιρέκακα τον οδηγό:
-«Τι είναι αυτό, φουστάνι φοράς ρε”;
-«Φουστανέλα το λένε».
-«Έχει και πιέτες βλέπω».
-«Και συ δεν πας πίσω με τα κρόσσια».
-«Και αυτές οι κόκκινες παντούφλες με τις φούντες»;
-«Τσαρούχια τα λέμε στο χωριόμ».
 Ο Μάλμπορο Μαν κοίταξε τις μπότες του. «Τι τσαρούχια, τι σπιρούνια», είπε από μέσα του και ρώτησε τον οδηγό ξανά:
-«Τι κυνηγάτε εδώ»;
-«Τον τελευταίο καιρό μετανάστες, έχουμε και τους τσιγγάνους για προπόνηση», απάντησε και γέλασε σαρκαστικά στρίβοντας το τσιγκελωτό μουστάκι του. «Εσείς τι κυνηγάτε στο Τέξας φίλε και για να έχουμε καλό ρώτημα πως απ’ τα μέρη μας»;
-«Είμαι συνταξιούχος καουμπόι, κάνω τον γύρο του κόσμου με άλογο για να συγκεντρώσω λεφτά για το τείχος του Τραμπ. Εμείς παλιά κυνηγούσαμε Απάτσι, τώρα Μεξικάνους και έχουμε τους μαύρους κλασικά για προπόνηση».
-«Μα εμείς ταιριάζουμε πολύ», είπε ο τσολιάς.
 Ο Μάλμορο Μαν το σκέφτηκε λίγο, άπλωσε το χέρι και τον βοήθησε να ανεβεί στο άλογο πίσω του. Όσο η φιγούρα τους απομακρυνόταν στο ηλιοβασίλεμα, ο τσολιάς ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί του καουμπόι: "Αν αυτό σε παρηγορεί, η Ελλάδα σκοτώνει τους τσολιάδες της με τυρί φέτα" και έβγαλε από την τσέπη ένα χάπι χοληστερίνης, το έσπασε στην μέση και του πρόσφερε το μισό. Ο καουμπόι συγκινημένος γύρισε και φίλησε τον τσολιά στα χείλη. «Με τσίμπησε το μουστάκι σου», είπε με νάζι και συνέχισαν σφιχταγκαλιασμένοι το ταξίδι τους προς το άγνωστο.
                                                                                                                Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

 Οι κορφές των δέντρων θα δείχνουν πάντα εκεί που μάταια πασχίζουν να φτάσουν, σαν τις μύτες των μολυβιών που κοντοστέκουν πάνω απ’ το χαρτί μα ποτέ δεν καταφέρνουν να γράψουν. Στους νερόλακκους το ρυτιδιασμένο φεγγάρι θυμίζει αναβράζον ντεπόν για τις ημικρανίες των αδέσποτων σκύλων. Ο υδάτινος κύκλος είναι μια επαναλαμβανόμενη αυτοκτονία από ταράτσα. Πόσοι γδούποι χρειάζονται για να καταλήξει ολόκληρο το σύννεφο στον ακάλυπτο, πόσα τρυπήματα για να εμπεδώσει το παραμύθι η φλέβα.
                                                                                                        Σ.Κ.


Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

how doctors listen to music

 Η μουσική σταμάτησε, μα ρυθμός απ’ τις συντονισμένες καρδιές μας αρκούσε για να συνεχίσουμε να χορεύουμε στην σιωπή. Δεν χρειαζόταν να μιλάς, άκουγα τους παλμούς και την ανάσα σου. Όσο αφουγκράζομαι τον θώρακα σου, στις εισπνοές ακόμη αντηχούν οι παιδικές φωνές απ’ την αλάνα της γειτονιάς που μεγάλωσες και στις εκπνοές ο ψίθυρος από τα εφηβικά μυστικά σου. Ένα συνονθύλευμα οπτικών ινών που αθροίζουν όλα τα δεδομένα σου πάλλεται ανεξέλεγκτα μέσα μου, όσο με διασχίζουν οι δονήσεις σου καθολικά σαν ένα σμήνος βελόνες και συνεπαίρνει μικρά αποσπάσματα του ιστορικού μου όπως με διαπερνά, συνθέτοντας ένα νέο δίκτυο συμφύσεων πάνω στο ενιαίο μας καρδιοχτύπι. Μια από κοινού διαδικασία μορφοποίησης που διατρέχει το σύνολο του γίγνεσθαι, προσδίδοντας κοινές μνήμες και συναισθήματα σε ότι καθορίζουμε και μας καθορίζει, σαν τον ανεπαίσθητο ελιγμό της φλέβας που έχει μάθει συνειδητά να αποφεύγει το τρύπημα της βελόνας και τον λυγμό που βγαίνει άσκεφτα απ’ το λαρύγγι όταν ένας αόρατος κόμπος πιέζει ασφυκτικά τον λαιμό ή τις χορδές που φαλτσάρουν γλυκά σαν να συναισθάνονται την λύπη του κιθαρίστα και ας πατάνε σωστά τ’ ακροδάχτυλα του στα τάστα. Ο υπόκωφος βόμβος την νύχτα απ’ το αντλιοστάσιο, το στάρι που θροΐζει στις παύσεις της θεριστικής μηχανής, η πρέσα του καθαριστηρίου που ξεφυσάει στην κορύφωση του μεταλλικού γογγυσμού, ο ηλεκτρικός συριγμός του σάπιου καλωδίου και η μαρμαρυγή του λαμπτήρα πυράκτωσης πριν καεί, δεν είναι απλά τα ζωτικά σημεία ενός μηχανισμού, είναι τέκνο αφηγήματα που κουβαλούν όλο το φορτίο της ύπαρξης, όλες τις εκφάνσεις της αλληλεξάρτησης και της συνδιαμόρφωσης μεταξύ του υλικού και του σάρκινου. Η δομή του χεριού που κατασκεύασε το εργαλείο, θα συνεχίσει να σχηματοποιείται προσαρμοστικά από την ίδια την χρήση του εργαλείου και τις όποιες μελλοντικές βελτιώσεις του. Ένας κόσμος ετερογενών συνυφάνσεων, μια συνεχής αμφίδρομη ροή σε ένα κωδικοποιημένο μπιτ που διέπει επανακαθορίζοντας τα πάντα αιώνια, το ταμ ταμ του κόσμου αναμεταδίδει άοκνα την ψυχή μας στα πάντα και αντίστροφα, σαν τα ηχητικά κύματα ενός σόναρ που επιστρέφουν στην πηγή έχοντας πάρει την μορφή του βυθού ή ένα τρελό καρδιογράφημα που η γραμμική του συχνότητα καταγράφεται σαν μακρόσυρτος στίχος.
                                                                                                                        Στέλιος Καραθεοδώρου


Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

 Στο προπέτασμα του πλιάτσικου, εκεί που ο αχνός της ανοιχτής πληγής γίνεται ένα με το χνώτο του σαρκοβόρου, ενσαρκώθηκαν οι ισχνές μας φιγούρες για πρώτη φορά. Τα έντομα που πνίγηκαν στις σταγόνες ρητίνης, κυλούσαν ανεπαίσθητα στους φλοιούς των κωνοφόρων και λαμπύριζαν σαν τα καντήλια των δρόμων μέσα στην αποπνικτική καταχνιά. Το αποκρυσταλλωμένο ίχνος του γυμνοσάλιαγκα, ένωνε τα λευκά στίγματα του αμανίτη και σχημάτιζε νεφελώματα σε μια κόκκινη ξαστεριά. Ένα σαθρό καύκαλο από κονίαμα φερριτίνης και στρώσεις ερυθροκυττάρων, κάλυπτε το κέντρο του άδεντρου κύκλου, σ’ ένα ξέφωτο που κόχλαζε η λάσπη και ανάβλυζε η γη κουκουνάρι με απόβλητα τοξικά. Η νεκρική ακαμψία της χλόης κάτω από την αιμάτινη αλισάχνη, ξεπρόβαλλε μέσα στην απόπνοια της αποσύνθεσης σαν μια πορφυρή παρθένα στεριά, όπως στον βυθό τ’ αγκάθια της σκορπίνας υψώνονται μέσα απ’ την άμμο, έτσι οι αιχμηρές απολήξεις της σκίζουν το ανίερο πέλμα που την καταπατά. Ήμασταν εύπλαστα γρέζια σφηνωμένα στο οπτικό πεδίο των άλλων. Το φως είχε εισβάλλει απ’ το ανεπούλωτο τραύμα στο άβατο των σωθικών μας και οι προνύμφες του απομυζούσαν την ενδοχώρα των ανείπωτων, μέχρι να αποκτήσουν με την σειρά τους την φτερωτή αδιακρισία της μύγας. Στα έγκατα των κούφιων κορμών αντηχούσε η πέψη της εγγενούς ενοχής μας. Θύμιζε το ρέψιμο μιας ντουζιέρας που στέρεψε ξαφνικά. Οι τύψεις έγιναν το εκλεπτυσμένο φέρετρο των ονείρων μας και είχαμε τα μάτια των πεθαμένων απ’ όταν ήμασταν παιδιά, εκείνο το απόκοσμο βλέμμα που διαπερνά τα πάντα και μόνο στο τίποτα σταματά. Όσοι αποκήρυξαν τον θάνατο ρίζωσαν επιτόπου και έγιναν κυπαρίσσια με μαύρα κλαδιά. Οι άτολμοι ξεθωριάσαμε μες στις κορνίζες, δίπλα σε λουλούδια πλαστικά.
                                                                                                                      Στέλιος Καραθεοδώρου